συλλογέας

συλλογέας
συλλογέᾱς , συλλογεύς
collector
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συλλογέας — ο, / συλλογεύς, ΝΜΑ νεοελλ. συλλέκτης, αυτός που καταρτίζει συλλογή («συλλογέας πινάκων») μσν. αρχ. αυτός που συλλέγει, που συγκεντρώνει («τοὺς συλλογέας τῶν δεκατευομένων καρπῶν», Πολύαιν.) αρχ. (στην Αθήνα) αυτός που εισέπραττε τους φόρους,… …   Dictionary of Greek

  • συλλογέας — ο αυτός που συλλέγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μαρουτσελιανή Βιβλιοθήκη — (Biblioteca Marucelliana). Βιβλιοθήκη, ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Φραντσέσκο Μαρουτσέλι (Francesco Marucelli, 1625 1703) διακεκριμένος βιβλιογράφος, συλλογέας και αναζητητής βιβλίων, τα οποία προόριζε για τους άπορους σπουδαστές της Φλωρεντίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”